πηδημα

πηδημα
    πήδημα
    -ατος τό
    1) прыжок, скачок Trag., Plut.
    2) толчок, биение
    

(πηδήματα καρδίας Plut.)

    τὸ μέλλον καρδία π. ἔχει Eur. — сердце трепещет в ожидании предстоящего


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πηδημα" в других словарях:

  • πήδημα — leap neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήδημα — το, ΝΜΑ [πηδώ] 1. το να πηδάει κάποιος ή η απόσταση που καλύπτει με την κίνησή του, το άλμα 2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» αν μπορείς απόδειξε έμπρακτα τους κομπασμούς σου νεοελλ. η συνουσία, η όχευση αρχ. 1. αναπήδηση, ανασκίρτηση 2.… …   Dictionary of Greek

  • πήδημα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πηδώ, άλμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πήδημ' — πήδημα , πήδημα leap neut nom/voc/acc sg πήδημι , πηδάω leap pres ind act 1st sg πήδημαι , πηδάω leap pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδημάτων — πήδημα leap neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδήμασι — πήδημα leap neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδήμασιν — πήδημα leap neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδήματα — πήδημα leap neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδήματι — πήδημα leap neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδήματος — πήδημα leap neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»